φυματίνη

φυματίνη
η
εκχύλισμα από καλλιέργεια βακτηριδίων της φυματίωσης που περιέχει την τοξίνη τους και χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της φυματίωσης στον άνθρωπο, τα βοοειδή και τα πειραματόζωα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυματίνη — η, Ν ιατρ. ουσία πολύπλευρης σύνθεσης που απομονώθηκε από το τοίχωμα διαφόρων μυκοβακτηρίων και εφαρμόζεται με ενδοδερμική ένεση, με σκαριφισμούς ή επάνω στο δέρμα τού εξεταζομένου, προκειμένου να διαγνωσθεί αν αυτός πάσχει ή όχι από φυματίωση.… …   Dictionary of Greek

  • φυματινοαντίδραση — και φυματιναντίδραση, η, Ν 1. ιατρ. αντίδραση υπερεργικού τύπου στη φυματίνη, δύο ή τρία εικοσιτετράωρα μετά την εφαρμογή τής φυματίνης στο δέρμα τού εξεταζομένου 2. (κτην.) ένεση διαλυμένης φυματίνης στα ζώα για τη διάγνωση τής φυματίωσης, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυματινοδιαγνωστική — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) η διάγνωση τής φυματίωσης με χρήση φυματινοαντίδρασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυματίνη + διαγνωστική] …   Dictionary of Greek

  • φυματινοθεραπεία — η, Ν ιατρ. μέθοδος θεραπείας τής φυματίωσης με χρήση φυματίνης προτού ανακαλυφθούν τα αντιβιοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tuberculinotherapie < tuberculine «φυματίνη» + therapie (< θεραπεία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”